- παραμορφωτικός
- η , ό[ν]1) деформирующий; 2) обезображивающий, уродующий; 3) искажающий, извращающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραμορφωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραμόρφωση ή αυτός που προκαλεί παραμόρφωση («παραμορφωτική αρθρίτιδα» [ιατρ.] [στη βιβλιογραφία τής ηπειρωτικής Ευρώπης] η εκφυλιστική αρθροπάθεια, πάθηση που προκαλεί ανατομικές αλλοιώσεις… … Dictionary of Greek
παραμορφωτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή προκαλεί την παραμόρφωση: Η παραμορφωτική αρθρίτιδα προκαλεί ελάττωση της κινητικότητας των άκρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)